- σαππείριον
- σαππείριον,A v. σαπφ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαππείριον — και σαππίριν, τὸ, Α βλ. σαπφείριον … Dictionary of Greek
σαπφείριον — και σαππείριον και σαππίριν, τὸ, Α [σάπφειρος] χρώμα παρασκευασμένο από σάπφειρο … Dictionary of Greek